αψύχραντος

αψύχραντος
-η -ο
αυτός που δεν έχει ψυχρανθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ψυχραίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον Μιχ. Σχινά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αψύχραντος — η, ο αυτός που δεν ψυχράνθηκε ή δεν ψυχραίνεται: Η φιλία τους χρόνια τώρα ήταν αψύχραντη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”